ζηλότυπος — jealous masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζηλότυπος — η, ο (AM ζηλότυπος, ον) αυτός που διακατέχεται από το πάθος τής ζηλοτυπίας, ο φθονερός, ο ζηλιάρης («σφόδρα ζηλότυπος ό νεανίσκος ἦν», Αριστοφ.) νεοελλ. (για συζύγους) καχύποπτος για τη συζυγική ή την ερωτική πίστη αρχ. 1. αυτός που έχει προθυμία … Dictionary of Greek
ζηλοτυπώτατα — ζηλότυπος jealous adverbial superl ζηλότυπος jealous neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζηλοτυπώτατον — ζηλότυπος jealous masc acc superl sg ζηλότυπος jealous neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζηλοτύπως — ζηλότυπος jealous adverbial ζηλότυπος jealous masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζηλότυπον — ζηλότυπος jealous masc/fem acc sg ζηλότυπος jealous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζηλοτυπώτατος — ζηλότυπος jealous masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζηλοτύποις — ζηλότυπος jealous masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζηλοτύπου — ζηλότυπος jealous masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζηλοτύπους — ζηλότυπος jealous masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)